λεόπαρδος

λεόπαρδος
λεόπαρδος
Grammatical information: m.
Meaning: `leopard' (Gal., Edict. Diocl.),
Other forms: also λεοπάρδαλις (s. Wessely Glotta, 6, 29 f.)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Comp. of λέων and πάρδος (cf. Risch IF 59, 56f., Strömberg Wortstudien 12), the last of which is only known from Ael. NA 1, 31 (v. l. πάρδαλος); instead since Il. πάρδαλις. So prob. from Lat. pardus, leopardus formally influenced; cf. s. πάρδαλις. Incidentally λεο- for λεοντο-, s. Schwyzer 439; see also λεο-δράκων as name of a mythical being (Crete IVa).
Page in Frisk: 2,104

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεόπαρδος — leopard masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεόπαρδος — ο (AM λεόπαρδος) η λεοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + πάρδος είναι εμφανής η επίδραση του λατ. leopardus (pardus «αρσενικός πάνθηρας»), αφού η συνήθης μορφή με την οποία εμφανίζεται ο τ. λέων ως α συνθετικό είναι λεοντο και όχι λεο , ο δε τ. πάρδος …   Dictionary of Greek

  • λεοπάρδοις — λεόπαρδος leopard masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοπάρδου — λεόπαρδος leopard masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοπάρδων — λεόπαρδος leopard masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοπάρδῳ — λεόπαρδος leopard masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεόπαρδε — λεόπαρδος leopard masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεόπαρδον — λεόπαρδος leopard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοπάρδαλη — Κοινή ονομασία του θηλαστικού Panthera pardus, της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Στη νεότερη συστηματική ταξινόμηση ο όρος πάνθηρας δηλώνει γένος διαφόρων ειδών αιλουροειδών, τα οποία παλαιότερα περιλαμβάνονταν στο γένος …   Dictionary of Greek

  • λεοντόπαρδος — λεοντόπαρδος, ὁ (Μ) η λεοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + πάρδος «λεοπάρδαλις». Βλ. και λεόπαρδος] …   Dictionary of Greek

  • λυκόπαρδος — λυκόπαρδος, ὁ (Μ) ο λυκοπάνθηρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + πάρδος (πρβλ. λεόπαρδος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”